εντευκτικος

εντευκτικος
    ἐντευκτικός
    ἐν-τευκτικός
    3
    доступный, общительный, обходительный
    

(ἐ. καὴ πιθανός Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "εντευκτικος" в других словарях:

  • εντευκτικός — ἐντευκτικός, ή, όν (Α) 1. ευπροσήγορος 2. ικετευτικός, παρακλητικός …   Dictionary of Greek

  • ἐντευκτικός — affable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντευκτικόν — ἐντευκτικός affable masc acc sg ἐντευκτικός affable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντευκτικούς — ἐντευκτικός affable masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντευκτική — ἐντευκτικός affable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντευκτικάς — ἐντευκτικά̱ς , ἐντευκτικός affable fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»